Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, 10.000 αγωνιστές κατέφυγαν στην Αθήνα και οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη, αφού η περιοχή της Ακρόπολης, το Ναύπλιο και τα νησιά Ύδρα και Αίγινα ήταν τα μόνα ισχυρά οχυρά που είχαν πλέον απομείνει. Οι Τούρκοι πολιόρκησαν την Ακρόπολη. Στην κατάσταση αυτή, ο Καραϊσκάκης με λίγους πολεμιστές έφυγε από την Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 1826 με κατεύθυνση την Ρούμελη για να ανακόψει τον ανεφοδιασμό των Τούρκων από τον βορά και να τους κάνει αντιπερισπασμό.
Η πρώτη επαφή με τους Τούρκους έγινε στην Δομβραίνα όπου αυτοί οχυρώθηκαν και πολιορκήθηκαν από τις δυνάμεις του Καραϊσκάκη και άλλα σώματα ρουμελιωτών και Σουλιωτών που ήλθαν σε βοήθεια. Αλλά και το τουρκικό στράτευμα ενισχύθηκε με βοήθεια από άλλες πόλεις και ανέλαβε την αρχηγία του ο Αλβανός Μουσταφά Μπέη που ήλθε από τη Λειβαδιά. Μαζί του ενώθηκε και ο Κεχαγιάμπεης, αξιωματικός του Κιουταχή. Οι ελληνικές δυνάμεις, αφού δεν κατώρθωσαν κάποια αποφασιστική νίκη κατά των Τούρκων στην Δομβραίνα έλυσαν την πολιορκία την 14η Νοεμβρίου και εκινήθηκαν προς Αράχωβα περνώντας από τη Μονή του Αγ. Σεραφείμ στην Δομπό και του Οσίου Λουκά στο Στείρι.
Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στρατοπέδευσε στο Δίστομο όπου είχε σκοπό να αναπαυθεί για μερικές μέρες. Ταυτόχρονα ο Μουσταφάμπεης μέσω Δαυλείας εκινήθη προς τα Σάλωνα για να βοηθήσει του Τούρκους που πολιορκούνταν εκεί από τον Γ. Δυοβουνιώτη και τον Νάκο Πανουργιά. Ο ίδιος έμεινε στη Μονή Ιερουσαλήμ, σε πλαγιά του Παρνασσού πάνω από τη Δαύλεια. Εκεί κάποιος διάκονος που γνώριζε την αλβανική γλώσσα, αφού άκουσε από τις συνομιλίες των τουρκαλβανών ότι επρόκειτο να βαδίσουν μέσω Αράχωβας προς τα Σάλωνα, πήγε νύχτα στο Δίστομο στο στρατόπεδο του Καραϊσκάκη όπου έδωσε την πληροφορία. Μέσα στη νύχτα ο Καραϊσκάκης απέστειλε τον Γαρδικιώτη Γρίβα και τον Γεώργιο Βάϊο με 500 ενόπλους να σπεύσουν στην Αράχωβα και να καταλάβουν οχυρά μέρη. Ταυτόχρονα τοποθέτησε σκοπιές (καραούλια) σε διάφορα σημεία για να πληροφορείται την κίνηση του εχθρού. Το επόμενο πρωί οι τούρκοι διηρέθηκαν σε δύο σώματα και κινήθηκαν προς Αράχωβα από το Ζεμενό και από το Μοναστήρι της Ιερουσαλήμ. Οι Τούρκοι αιφνιδιασθέντες δεν τόλμησαν να εισέλθουν στην πόλη και οχυρώθηκαν στο ύπαιθρο, σε υψώματα του Παρνασσού γύρω από την Αράχωβα.
Το κρύο και το χιόνι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη σύγκρουση. Οι Έλληνες είχαν καταφύγιο στα σπίτια της Αράχωβας, ενώ οι Τούρκοι είχαν μεγάλες απώλειες εκτεθειμένοι στο ύπαιθρο και περικυκλωμένοι από όλες τις πλευρές. Όταν μαθεύτηκε η παγίδευση του στρατεύματος του Μουσταφάμπεη, τουρκικές δυνάμεις από διάφορες φρουρές έρχονταν προς βοήθειά του. Όμως ο Καραϊσκάκης είχε αποκλείσει όλες τις διαδρομές από όπου θα μπορούσε να έλθει βοήθεια προς τον εχθρό. Στο Ζεμενό αποκρούστηκε σώμα από περίπου 800 στρατιώτες υπό τον Αλβανό Αμπντουλά και άλλο σώμα που ήλθε από τη Δαύλεια. Ο ίδιος ο Καραϊσκάκης συμμετείχε στις αψιμαχίες ενθαρρύνοντας τους πολεμιστές του.
Οι Τούρκοι, υποφέροντας από το κρύο και την έλειψη εφοδίων, ζήτησαν από τον Καραϊσκάκη συνθήκη ώστε να αποχωρήσουν. Αυτός ζήτησε για αντάλλαγμα να του παραδοθούν η Λειβαδιά και η Άμφισσα, καθώς και να μείνουν ως όμηροι ο Μουσταφάμπεης και ο Κεχαγιάμπεης. Οι αρχηγοί των Τούρκων δεν δέχτηκαν και παρέμειναν οχυρωμένοι περιμένοντας βοήθεια από τον Κιουταχή. Ο Μουσταφάμπεης για να ενθαρρύνει κι αυτός τους στρατιώτες του συμμετείχε στις ανταλλαγές πυρών πυροβολώντας ο ίδιος. Σε ένα τέτοιο επισόδειο τραυματίστηκε στο κεφάλι. Την 24η Νοεμβρίου σημειώθηκε μεγάλη χιονόπτωση που απείλησε να καλύψει ζωντανούς τους Τούρκους. Βλέποντας ότι δεν μπορούν πλέον να παραμείνουν στο ύπαιθρο, επιχείρησαν έξοδο προς το δρόμο που οδηγεί προς τη Μονή Ιερουσαλήμ. Οι Έλληνες δεν αντελήφθησαν έγκαιρα τη φυγή γιατί λόγω του χιονιού είχαν αποσυρθεί στα σπίτια της Αράχωβας. Όταν η φυγή έγινε αντιληπτή οι Έλληνες έσπευσαν και κατέκοβαν τους αποχωρούντες Τούρκους. Δεν χρησιμοποιήθηκαν πυροβόλα όπλα γιατί αυτά είχαν καταστεί άχρηστα λόγω του χιονιού και του παγετού.
Η καταδίωξη εξελίχθηκε σε σφαγή, που άρχισε δύο ώρες πρό της δύσης του ηλίου και συνεχίστηκε μέχρι τα μεσάνυχτα. Όσοι Τούρκοι απέφυγαν τη σφαγή πάγωναν όταν αποκαμωμένοι σταματούσαν να αναπαυθούν. Ο Καραϊσκάκης, μή ακούγοντας πυροβολισμούς, νόμισε ότι οι εχθροί διέφυγαν έως ότου πήγε ο ίδιος να διαπιστώσει την κατάσταση. Οι φονευθέντες Τούρκοι εκείνη την ημέρα ήταν περίπου 600 ενώ πολλοί συνελήφθησαν. Από αυτούς ο Καραϊσκάκης μπόρεσε να διασώσει μόνο 50 καθώς οι υπόλοιποι πέθαναν από τα κρυοπαγήματα και τις κακουχίες. Οι δύο αρχηγοί του τουρκικού στρατοπέδου επίσης εφονεύθησαν και οι Έλληνες στρατιώτες έφεραν τα κεφάλια τους στον Καραϊσκάκη. Ο ίδιος είχε υποσχεθεί μεγάλη αμοιβή σε όποιον συνελάμβανε τους δύο τουρκαλβανούς ζωντανούς. Αλλά ο μεν Κεχαγιάμπεης δεν μπόρεσε να δηλώσει την ιδιότητά του στους Έλληνες διότι δεν μιλούσε τη γλώσσα τους, ο δε Μουσταφάμπεης είχε αποκεφαλιστεί κατά την έξοδο από τον ίδιο τον αδελφό του για να μη συλληφθεί ζωντανός.
Από όλο το Τουρκικό σώμα που ήταν περισσότεροι από 1800, διασώθηκαν μόνο 300 και αυτοί όχι όλοι σε καλή κατάσταση. Οι Έλληνες κυρίευσαν 23 σημαίες, όλες τις αποσκευές και τα ζώα. Από τους Έλληνες σε όλο το διάστημα της πολιορκίας και την έξοδο εφονεύθησαν 12 και τραυματίστηκαν περίπου 20. Ο Καραϊσκάκης διένειμε αμοιβές στους ανδραγαθήσαντες εκ των Ελλήνων και διέταξε να στηθεί στην Αράχωβα πυραμίδα από τα κεφάλια των Τούρκων. Πάνω σε μια πέτρα έγραψε "Τρόπαιο των Ελλήνων κατά των βαρβάρων" και στα δύο άκρα της πέτρας έβαλε τα κεφάλια του Κεχαγιάμπεη και του Μουσταφάμπεη.
Στην Ιστορική μάχη της Αράχωβας έλαβαν μέρος και όλοι οι Συγχωριανοί μας Μπεσχενιώτες,με επικεφαλής τον Ματζώτα Λουκά,τον οποίο είχε διορίσει ο ίδιος ο Αρχιστράτηγος της Ρούμελης και Ήρωας Γεώργιος Καραισκάκης.Ιστορικά έγγραφα για την δράση των συγχωριανών μας έχουν διασωθεί στο τμήμα χειρογράφων και ομοιοτύπων της Εθνικής Βιβλιοθήκης ,τα οποία είναι στο προσωπικό αρχείο του Προέδρου του Συλλόγου μας.