Στις 6 το πρωί της 10.6.1942 σε ένα χωριό κοντά στην Πράγα, το Λίντιτσε, 173 άμαχοι, όλοι άντρες,
εκτελούνται από όργανα του γερμανικού κράτους μετά την επίθεση Τσέχων αντιστασιακών εναντίον του
Ράινχαρτ Χάιντριχ στην ίδια περιοχή, λίγες μέρες νωρίτερα (27.5.1942). Γύρω στις 200 γυναίκες του χωριού μεταφέρονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ περί τα 100 παιδιά οδηγούνται στους θαλάμους αερίων. Κάθε χρόνο κοντά στην ημερομηνία αυτή τα γερμανικά μέσα αφιερώνουν χώρο για την καλλιέργεια της μνήμης αυτού του εγκλήματος που συντελέστηκε στο όνομα του γερμανικού κράτους.
Στις 10.6.1944 στο Οραντούρ της Γαλλίας καταστρέφεται ένα χωριό και εκτελούνται πάνω από 640 άμαχοι ως αντίποινα σε προηγούμενο σαμποτάζ Γάλλων αντιστασιακών εναντίον γερμανικών στόχων. Τα γερμανικά μέσα αφιερώνουν κάθε χρόνο κοντά στην ημερομηνία αυτή τηλεοπτικό χρόνο και στήλες εφημερίδων και περιοδικών για να θυμίσουν την επέτειο.
Στις 10.6.1944 συντελείται στο ελληνικό Δίστομο ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα πολέμου του γερμανικού κράτους εναντίον αμάχων με 218 τουλάχιστον νεκρούς, ύστερα από ενέδρα ομάδας του ΕΛΑΣ στην περιοχή με Γερμανικές απώλειες. Κάθε χρόνο την ίδια μέρα οργανώνεται στο Δίστομο επέτειος στην οποία συμμετέχει, εκτός από κυβερνητικούς αξιωματούχους και κομματικούς παράγοντες, και ο γερμανός πρέσβης ο οποίος κατά κανόνα εκφράζει τη βαθειά του λύπη για το έγκλημα και τονίζει την ευθύνη της σημερινής Γερμανίας για μια ενωμένη και ειρηνική Ευρώπη.
Αντίθετα, όμως, με τις άλλες δύο περιπτώσεις,
τα γερμανικά Μέσα δεν κάνουν αναφορά στο Δίστομο, όταν μιλούν και γράφουν για το Λίντιτσε και το Οραντούρ. Το Δίστομο λείπει από το κάδρο.
Γιατί άραγε; Δεν αξίζουν για το γερμανικό κοινό τα θύματα του Διστόμου τον ίδιο σεβασμό και το ίδιο δικαίωμα στη μνήμη, όπως τα θύματα του Λίντιτσε και του Οραντούρ;
Προφανώς και έχουν τα θύματα του Διστόμου το ίδιο δικαίωμα στη μνήμη όπως και τα άλλα θύματα του ναζιστικού γερμανικού κράτους. Αλλά εδώ υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Και αυτό δεν απορρέει μόνο από το γεγονός ότι η μεν Τσεχία και η Γαλλία είναι όμορα κράτη της Γερμανίας, ενώ η Ελλάδα δεν είναι. Η αγνόηση του Διστόμου από τα γερμανικά Μέσα οφείλεται, κυρίως, στο γεγονός ότι
στη γερμανική Εκπαίδευση πριν και μετά το 1989 δεν διδάχτηκαν ποτέ (ούτε σήμερα διδάσκονται) οι συγκρουσιακές στιγμές μεταξύ των δύο χωρών και, κυρίως, η περίοδος της γερμανικής κατοχής και η συμπεριφορά των οργάνων του γερμανικού κράτους απέναντι στους αμάχους, όταν σημειώνονταν επιθέσεις ή σαμποτάζ των ανταρτών – όλων των ανταρτικών ομάδων – εναντίον γερμανικών στόχων. Και για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς: η περίοδος της κατοχής και του εμφυλίου λείπει
και από τα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια. Και όπου υπάρχει, οι περιγραφές είναι παιδαγωγικά προβληματικές. Η κατάσταση αυτή πρέπει να αλλάξει.
Το προηγούμενο της πολωνο-γερμανικής και της γαλλο-γερμανικής συνεργασίας για την παραγωγή διδακτικού υλικού γύρω από την ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και τα γεγονότα της κατοχής στις συγκεκριμένες χώρες μπορεί να θεωρηθεί ως θετικό στοιχείο στην πορεία προς μια ευρωπαϊκή οπτική των πραγμάτων και μια αντίστοιχη προσέγγιση στη διδασκαλία της Ιστορίας. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει και με την Ελλάδα. Οι ελληνο-γερμανικοί δεσμοί είναι πολύ αρχαιότεροι από την περίοδο της κατοχής και άντεξαν μετά την κατοχή.
Πάνω από 400.000 Έλληνες ζουν σήμερα στη Γερμανία, πάνω από 1.500.000 Έλληνες έζησαν παλιότερα για ένα διάστημα της ζωής τους ως μετανάστες στη Γερμανία. Χιλιάδες Έλληνες έχουν σπουδάσει και σπουδάζουν ακόμη σε γερμανικά Πανεπιστήμια. Η σημερινή, νεοφιλελεύθερη, φάση της γερμανικής πολιτικής δεν πρόκειται να είναι αιώνια και η γερμανική οικονομική κυριαρχία στην Ευρώπη δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα καταλήξει και σε πολιτική κυριαρχία. Οι ελληνο-γερμανικές σχέσεις θα συνεχιστούν και μετά την κρίση χρέους, διότι δεν είναι μόνο σχέσεις κυβερνητικών κορυφών ή εμπορικές σχέσεις. Είναι και σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών πολιτών σε πολλά άλλα επίπεδα.
Η συμφωνία για ένα κοινό εγχειρίδιο Σύγχρονης Ιστορίας, με στόχο την κριτική ανάγνωση του ελληνο-γερμανικού παρελθόντος, έπρεπε να είχε γίνει πριν από δεκαετίες. Ίσως τότε οι επιλογές αρκετών Γερμανών δημοσιογράφων και πολιτικών να παρουσιάζουν σήμερα μια συλλογικότητα – τους Έλληνες εν γένει – ως την πεμπτουσία του κακού και ως
το άγος της Ευρώπης, αλλά και ορισμένων Ελλήνων πολιτικών και δημοσιογράφων να εμφανίζουν τους Γερμανούς συλλήβδην ως βαρβάρους σαδιστές, που έχουν την ευθύνη για την ελληνική κρίση χρέους, να ήταν διαφορετικές και σε κάθε περίπτωση πιο ρεαλιστικές και λιγότερο προσβλητικές.
Τη σφαγή του Διστόμου δεν την έκαναν «οι Γερμανοί» εν γένει, όπως κάθε χρόνο ακούμε από ανυποψίαστους αγορητές και δημοσιολόγους που υποκύπτουν στον πειρασμό του
εθνοτικού λόγου. Την έκαναν οι άνδρες μιας συγκεκριμένης μονάδας του γερμανικού στρατού που βρισκόταν τότε στην κατεχόμενη Ελλάδα, δηλαδή όργανα του γερμανικού κράτους που δρούσαν εν ονόματι αυτού του κράτους με βάση οδηγίες και διαταγές των ανωτέρων τους. Διαταγές, τις οποίες δεν είχαν το σθένος ή τη διάθεση να αγνοήσουν.
Την ίδια στιγμή
άλλοι «Γερμανοί» εκτελούνταν από γερμανικά στρατοδικεία επειδή είχαν λιποτακτήσει ή είχαν αρνηθεί να εκτελέσουν αντίστοιχες διαταγές ή ήταν κρατούμενοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή δικάζονταν και καταδικάζονταν σε θάνατο από γερμανικά δικαστήρια, λόγω της αντίθεσής τους στο καθεστώς.
Δεν υπάρχουν
οι Γερμανοί εν γένει και
οι Έλληνες εν γένει. Υπάρχουν κάθε εποχή συγκεκριμένα υποκείμενα, συγκεκριμένοι θεσμοί και συγκεκριμένες ηγεσίες που επιχειρούν να δεσμεύσουν τη δράση των υποκειμένων προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ποτέ, όμως, δεν έχουν καταφέρει να τους δεσμεύσουν όλους. Ιστορία σημαίνει αφήγηση όχι μόνο για εκείνους που διατάσσουν και εκείνους που προσαρμόζονται, αλλά και για εκείνους που αντιστέκονται στην πίεση και απορρίπτουν την προσαρμογή στο όνομα μιας υπέρτερης ανθρωπιστικής αξίας. Η νέα γενιά στην Ελλάδα και τη Γερμανία δικαιούται να μάθει και γι αυτούς. Ποτέ δεν είναι αργά.